- κοστολόγιο
- τοπίνακας που παρουσιάζει το κόστος εμπορευμάτων ανάλογα με το είδος και την ποιότητα, τιμολόγιο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
κοστολόγιο — το βιβλίο στο οποίο καταχωρίζονται οι άμεσες και έμμεσες δαπάνες που συναποτελούν το κόστος παραγωγής ενός αγαθού ή μιας υπηρεσίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόστος (ΙΙ) + λόγιο (< λόγος < λέγω), πρβλ. ευχο λόγιο, ημερο λόγιο] … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
τιμολόγιο — το 1. τιμοκατάλογος, ταρίφα. 2. κατάλογος εμπορευμάτων που πουλήθηκαν, με τις τιμές τους, για εξόφληση, λογαριασμός. 3. κατάλογος αγορασμένων εμπορευμάτων με τις τιμές τους, κοστολόγιο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)